ενεστιώμαι

ενεστιώμαι
ἐνεστιῶμαι, -άομαι (Α) [εστιώμαι]
συμποσιάζω ή φιλοξενούμαι σε έναν τόπο («ἦν... ἱλαραὶ κλισίαι τοῑς ἐνεστιᾱσθαι θέλουσιν», Λουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”